δασμοφορία

δασμοφορία
δασμοφορία, η (Α) [δασμοφόρος]
η πληρωμή τού καθορισμένου φόρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δασμοφορία — δασμοφορίᾱ , δασμοφορία payment of tribute fem nom/voc/acc dual δασμοφορίᾱ , δασμοφορία payment of tribute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμοφορίᾳ — δασμοφορίᾱͅ , δασμοφορία payment of tribute fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμοφορίας — δασμοφορίᾱς , δασμοφορία payment of tribute fem acc pl δασμοφορίᾱς , δασμοφορία payment of tribute fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμοφορίαν — δασμοφορίᾱν , δασμοφορία payment of tribute fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”